κλαιωμιλία

κλαιωμιλία
κλαιωμῐλία, poet. [suff] κλᾰδοτομ-ίη, , ([etym.] ὁμιλία)
A fellowship in tears, AP9.573 (Ammian.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαιωμιλία — κλαιωμιλία, ποιητ. τ. κλαιωμιλίη, ἡ (Α) το να κλαίει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαίω + ὁμιλία «συναναστροφή». Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”